Το θεατρικό για 17 Νοέμβρη

Το κείμενο είναι του Δ. Μαριόλη - Έκανα κάποιες  αλλαγές



17 Νοέμβρη
 
ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ
Το τραγούδι είμαστε 2 είμαστε 3 είμαστε 1013

(Μπαίνουν στη σκηνή 7-8 παιδιά κρατώντας πανό και φωνάζουν συνθήματα)

-          Κάτω η Χούντα, κάτω η Χούντα
-          Δημοκρατία, Δημοκρατία, Δημοκρατία
-          Κάτω ο Παπαδόπουλος, Κάτω ο Παπαδόπουλος
-          Ψωμί, παιδεία, ελευθερία
-          Δημοκρατία, Δημοκρατία


Παιδί Α΄
:
Η Δημοκρατία θα νικήσει. Παιδί Γ: Οι δικτάτορες θα λουφάξουν έντρομοι απ’ την οργή του λαού. Παιδί Δ: Ο λαός θα νικήσει. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος.
Παιδί Β΄
:
Είμαστε αποφασισμένοι και θα νικήσουμε. Δεν μας τρομάζουν τα όπλα και τα τανκ. 



Παιδί Ζ΄
:
Αγωνιζόμαστε και τραγουδάμε. Τραγουδάμε τα τραγούδια της λευτεριάς και της Δημοκρατίας. Παιδί Δ: Εμείς  αδέλφια, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.








Όλοι μαζί
:
Το  «Αρνιέμαι» του Β. Παπακωνσταντίνου
(Φεύγουν φωνάζοντας τα  πρώτα συνθήματα)







ΤO ΚΑΦΕΝΕΙO Η ΕΛΛΑΣ

Χρησιμοποιήθηκαν στίχοι των Γιώργου Σεφέρη,  Οδυσσέα Ελύτη, Κατσίμη, Κουτσοχέρα, Λ. Παππά,  Κατερίνας Γώγου .

ΕΙΣΟΔΟΣ

(βαδίζουμε  στη σκηνή και απαγγέλλουμε το ποίημα του Σεφέρη Οι Γάτες τα Αϊ Νικόλα )
 
Παιδί Α: Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια
Μιλλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.

…………………
Παιδί Α Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ως την ώρα που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε, άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβειά κουρέλι.

Παιδί Β Έτσι, με τέσσερις καμπάνες την ημέρα πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.

Παιδί Γ Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας, πάνε τριάντα τόσα χρόνια
Οι άνθρωποι πέθαιναν και γεννιόνταν φίδια
Φίδια που έπιναν από το κορμό αυτής της χώρας και δηλητηρίαζαν τους κατοίκους της
Οι άνθρωποι περνούσαν δύσκολες μέρες

Παιδί Δ Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις – έλεγε το τραγούδι
Όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα - παράγκα του χειμώνα .
Και συ γελάς ακόμα
Ο λαός στα πεζοδρόμια κουλούρια πουλούσε και λαχεία
Κοπάδια τρέχαν στα υπουργεία, αιτήσεις για τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά
Πρόσφυγες, μετανάστες, ξενιτιά και φτώχεια.
Διαδηλώσεις για τη Δημοκρατία, για την Κύπρο, για την Παιδεία

Παιδί Ε Ύστερα ήρθαν οι συνταγματάρχες, κατέβηκαν στην Αθήνα με τα τανκς
Κατέλαβαν τη Βουλή,
κλείσανε στη φυλακή χιλιάδες ανθρώπους κι άλλους τόσους εξορίσανε στα ξερονήσια
καταργήσανε τα συνδικάτα, κλείσανε τις εφημερίδες που δεν τους άρεσαν
τα ραδιόφωνα έπαιζαν μόνο εμβατήρια
όποιος τολμούσε να μιλήσει τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι





Παιδί Στ Ώσπου κάποιο Νοέμβρη τα νέα παιδιά, οι φοιτητές που μπαίνουν πάντα μπροστά
Αποφάσισαν να αντισταθούν και να βάλουν τέλος στην τυραννία
Μαζεύτηκαν στο Πολυτεχνείο, φώναξαν, διαδήλωσαν
Πήραν μαζί τους το λαό, ένιωσαν για λίγο την αίσθηση της ελευθερίας

Παιδί Ζ Κι άρχισαν να παλεύουν με τα φίδια
Τα σκότωσαν και σκοτώθηκαν
Πέτυχαν όμως να ξυπνήσουν στο λαό αισθήματα που είχε ξεχάσει
Βάφτισαν ξανά στη φωτιά του αγώνα, λέξεις που είχαν χάσει τη σημασία τους
Παιδί Η΄Ελευθερία, Δημοκρατία, Ισότητα, Αδελφοσύνη…

Παιδί Α: Εκείνη την εποχή λοιπόν υπήρχε ένα καφενεδάκι
Κάπου στο κέντρο της Αθήνας
Κοντά στο Πολυτεχνείο
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία…………..

Ακούγεται το τραγούδι Το Καφενείον Η Ελλάς 








ΚΑΦΕΝΕΙΟ 1

(2 θαμώνες, τάβλι, στο βάθος  3 ασφαλίτες παρακολουθούν, καμουφλάρονται πίσω από εφημερίδες)

ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Κυρ Βασίλη, κυρ Βασίλη.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Τώρα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Κυρ Βασίλη, κυρ Βασίλη.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Τώρα είπαμε !
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Πιάσε ένα ουζάκι με μεζέ περιποιμένο.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Ξέρεις πόσα βερεσέδια χρωστάς ; Πότε σκέφτεσαι να με πληρώσεις, έ ;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Τι να κάνω Βασίλη με το μισθό που μας δίνει ο πολυχρονεμένος μας βασιλιάς κι αυτοί που μας κυβερνάνε τι θες να κάνω ;
ΚΩΣΤΑΣ : Πάλι η κυβέρνηση σου φταίει εσένα ; Δε κοιτάς λέω εγώ τα χάλια σου που τρέχεις όλη μέρα στις διαδηλώσεις αντί να πας να κάνεις κανένα μεροκάματο παραπάνω !
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Τώρα που θα γίνουν εκλογές και θα μιλήσει ο λαός……..
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Σςςςςςςςςςςςς !!! (κοιτάζει γύρω τρομαγμένος)
Σταματήστε. Σας έχω πει χίλιες φορές δε θέλω πολιτικές συζητήσεις, θα βρούμε το μπελά μας ! Και οι τοίχοι έχουν αυτιά σήμερα !
(εμφανίζονται τεράστια αυτιά χάρτινα πίσω από τους πρωταγωνιστές και εξαφανίζονται μόλις αυτοί κάνουν να κοιτάξουν)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ :Μωρέ τι μας λες ;Εσύ φοβάσαι και τη σκιά σου. Δημοκρατία δεν έχουμε ; Ο καθένας μπορεί να λέει τη γνώμη του ελεύθερα.
ΚΩΣΤΑΣ : Καλά σου λέει ρε Βασίλη, δημοκρατία έχουμε, άλλαξαν τα πράγματα, είναι όλα καλύτερα. (εμφανίζονται τεράστια μάτια χάρτινα πίσω από τους πρωταγωνιστές)
Και που να δεις τώρα που θα ξανακερδίσουμε τις εκλογές….
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Ε μα δεν τρώγεσαι. (κλείνει το τάβλι θυμωμένα) Ο λαός ξύπνησε Κωστάκη ! Ξύπνησαν τα κορόιδα !
ΚΩΣΤΑΣ : Όλο μεγάλα λόγια είσαι καημένε 


(Κώστας και Λευτέρης φεύγουν από το καφενείο λογομαχώντας)

 
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : (μονολογεί) Άλλαξαν τα πράγματα λέει. Λες να έχει δίκιο ; Άλλαξαν τα πράγματα ; Κι αν ξανααλλάξουν ; Δεν ξέρω. Έχω μονίμως την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί. Λες να είναι η ιδέα μου ; 


(κοιτάζει γύρω του και τα μάτια εξαφανίζονται)
Μπά ! Τίποτα…
(πιάνει δειλά την εφημερίδα και την ξεφυλλίζει)
(μπαίνουν οι ασφαλίτες και ο καφετζής κρύβει τρομαγμένος την εφημερίδα)
(οι ασφαλίτες φεύγουν για να παρακολουθήσουν τους δυο θαμώνες)

ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Ωχ, ωχ, ωχ. Νάτα, νάτα…Άλλαξαν τα πράγματα έ ;
Κούνια που σε κούναγε. Αχ ρε Λευτέρη φωτιά που μ’ άναψες. Άντε βρε Λευτέρη φωτιά που μ’ άναψες.

(Ο Κώστας και ο Λευτέρης γυρίζουν τρέχοντας, λαχανιασμένοι)

ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Έγινε πραξικόπημα, οι δρόμοι είναι γεμάτοι τανκ.
ΚΩΣΤΑΣ : Άνοιξε το ραδιόφωνο, να μάθουμε τι γίνεται…


(Ο Βασίλης ανοίγει το ραδιόφωνο…..




ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Τα ‘λεγα εγώ, δεν τα ‘λεγα ; Τι κάνουμε τώρα ; Ησυχία παιδιά έ ; Ησυχία σςςςςςςς…. Να μην ξανακουστεί κουβέντα. Λέξη να μην ακουστεί. Να μην μπλέξουμε τουλάχιστον.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Άσε μας ρε Βασίλη και συ. Δεν ξέρω εσείς τι λέτε, εγώ πάντως δε θα μείνω με σταυρωμένα χέρια.
(μπαίνουν οι ασφαλίτες)

ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Α: Αυτόν κι αυτόν. Πιάστε τους !
(οι ασφαλίτες  Β και Γ πιάνουν το Κώστα και το Λευτέρη)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Τι έγινε ρε παιδιά ; που τους πάτε ;
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Α : Είπες τίποτα αγόρι ;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Εγώ, εγώ ; Α παπα καλέ είπα εγώ τίποτα ; Τίποτα δεν είπα, τι να πω εγώ πια …
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Β : Και που είσαι ; Για πρόσεχε το αδερφάκι σου. Πες της να αφήσει τις ζωηράδες γιατί θα μπλέξει άσχημα.
(Οι ασφαλίτες αποχωρούν – ο καφετζής σκουπίζει)

ΚΑΦΕΝΕΙΟ 2
 
(μπαίνει η Ειρήνη και η Ελευθερία)
 
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Που ‘σαι βρε τρελοκόριτσα ; Το ξέρετε ότι σας γυρεύει η ασφάλεια ; Πόσες φορές σας ‘χω πει να κάτσετε φρόνιμα γιατί θα βρειτε το μπελά σας ;
Ελευθερία: Αυτός ο μπελάς που λες είναι η Ελευθερία που χάσαμε. Αν καθίσουμε όλοι φρόνιμα πως θα διώξουμε τη χούντα ;
Ειρήνη:Δεν ακούς τι γίνεται γύρω ; Κοντεύει ο καιρός της ελευθερίας. Πρέπει όλοι να τρέξουμε, γι’ αυτό όποιο τίμημα κι αν χρειαστεί θα το πληρώσουμε.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Ποια ελευθερία ; Τι λέει ; Βρε ακούτε τι σας λέω εγώ ; Μην ξανακούσω ότι ανακατευτήκατε πουθενά θα σας κόψω τα πόδια, καταλάβατε  ; Θα σας κόψω τα πόδια !
(μαλακώνει)
Δε γίνεται τίποτα ρε παιδιά. Θα πάει χαμένος ο αγώνας σας. Δε βλέπετε τι έγινε με το Κώστα και το Λευτέρη ;
(ο καφετζής αποχωρεί)
Ελευθερία : Χαμένο δεν πάει τίποτα. Κι όλοι εκείνοι που δείχνουν σήμερα υποταγή στο μεγάλο αρχηγό, άλλοι από φόβο κι άλλοι από άγνοια, αργά ή γρήγορα, θα ξυπνήσουν.
Ειρήνη:  Ε και τότε αλίμονο στη χούντα. ….Το λέει και το τραγούδι.

Ακούγεται το τραγούδι του Λοίζου Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, δραματοποιούν με απλές κινήσεις το τραγούδι

ΚΑΦΕΝΕΙΟ 3
 
Θαμώνας Α : Ειρήνη, Ελευθερία,  άμα σας ακούσει ο αδερφός σας να τραγουδάτε τέτοια τραγούδια ανατρεπτικά, χαθήκατε καημένεςμου.
 Ειρήνη: Τι μας λες ! Αυτός ο καημένος φοβάται και τη σκιά του. Έτσι δε βγαίνει τίποτα όμως.
Ελευθερία Πρέπει να αγωνιστούμε, να παλέψουμε, να οργανωθούμε. Αν ενωθούμε, πολλοί μαζί, τότε η χούντα θα νιώσει τη δύναμή μας.
Θαμώνας Β : Έτσι που τα λ΄ρνρ τα κορίτσια  είναι. Να εγώ μόνος μου ούτε εφημερίδα δεν τολμάω να αγοράσω. Τώρα όμως έτσι που είμαστε όλοι μαζεμένοι μου ‘ρχεται να τραγουδήσω Θεοδωράκη ι.
Θαμώνας Γ : Θεοδωράκη ; Τρελός θα ‘σαι μου φαίνεται. Τους είδες τους ασφαλίτες που πέρασαν το πρωί από το περίπτερο ;
(τον αγνοούν και αρχίζουν να τραγουδάνε)


Είμαστε δυο, είμαστε δυο, η ώρα σήμανε οχτώ
Σβήσε το φως, χτυπά ο φρουρός, το βράδυ θα ’ρθουνε ξανά
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό, με τον καιρό, με τη βροχή
Το αίμα πήζει στην πληγή κι ο πόνος γίνεται καρφί
Χτυπούν το βράδυ στη ταράτσα τον Αντρέα - Μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
Το βράδυ πάλι θα ‘μαστε παρέα τακ τακ εσύ τακ τακ και γω
τακ τακ εσύ τακ τακ και γω …..Χτυπούν το βράδυ…
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : (μπαίνει φωνάζοντας και χειρονομώντας) Έ Έ Έ …….Χτυπούν τον Αντρέα έ και σεις μερακλώνετε. Τώρα που θα χτυπήσουν εμάς να δούμε θα τραγουδάτε ; Στη γωνία είναι οι …….οι …….ξέρετε εσείς ποιοι
Θαμώνας Δ : Δηλαδή εσύ βρε Βασίλη συμφωνείς με τη χούντα ; Συμφωνείς με τη κατάσταση αυτή ;
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε, να ψηφίσουμε, να αποφασίσουμε εμείς για τον τόπο μας, δεν τολμάς να πας στο περίπτερο να διαβάσεις μια εφημερίδα.
Θαμώνας Ε : Άσε που οι εφημερίδες γράφουνε μόνο αυτά που θέλει η χούντα. Ούτε απεργία δε μπορούμε να κάνουμε, ούτε να μιλήσουμε για καλύτερα μεροκάματα.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Γιατί ρε παιδιά εγώ δεν τα βλέπω όλα αυτά νομίζετε ; Δε θυμάμαι εγώ το Κώστα και το Λευτέρη που τους συλλάβανε τις πρώτες μέρες και τους τραβάνε από φυλακή σε φυλακή και από εξορία σε εξορία ; Δε θέλω εγώ να έχουμε ελευθερία να μπορείς να λες τη γνώμη σου, να αποφασίζουμε δημοκρατικά για το τόπο μας ;
Ειρήνη : Να μου ζήσεις αδελφούλη μου ! Επιτέλους συμφωνήσαμε και μια φορά. Να πέσει η χούντα. (φωνάζει) Κάτω η χούντα – κάτω η χούντα
ΟΛΟΙ : ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ (3)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Σιγά ρε παιδιά, σιγά σιγά….να το λέμε από μέσα μας, να έτσι …..
…………………. Κάτω η χούντα – κάτω η χούντα.. ..(ψιθυριστά)
ΟΛΟΙ : ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ (3)
ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ : Η Ζωή τραβά την ανηφόρα - Η Ζωή τραβά την ανηφόρα
Με σημαίες – με σημαίες – με σημαίες και με ταμπούρλα
(μπαίνουν οι ασφαλίτες)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : (τραγουδά μόνος του ανυποψίαστος ενώ οι άλλοι έχουν μείνει άφωνοι)
Η ζωή τραβά την ανηφόρα – η ζωή τραβά την ανηφόρα – η ζωή ……(βλέπει τους ασφαλίτες)
Η ζωή ……η ζωή…..
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΓΕΛΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ
ΤΗ ΡΩΤΩ ΠΟΥ ΜΕ ΠΑΣ
ΕΚΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΑ ΞΕΝΑ
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ  Α: Τι φασαρία είναι αυτή ; Τι τραγουδάτε εδώ ; (ησυχία)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Τι να τραγουδήσουμε κύριέ μου – να λέμε καμιά σαχλαμάρα να περάσει η ώρα….

(οι ασφαλίτες κάθονται ενώ οι μισοί θαμώνες σιγά σιγά φεύγουν )
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Β: Φτιάξε καφέδες για τα παιδιά…Και γρήγορα….
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Μάλιστα, μάλιστα…..γρήγορα
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Γ : Λοιπόν κορίτσια, εσύ είσαι η Ειρήνη κι εσύ η Ελευθερία !
ΕΙΡΗΝΗ + Ελευθερία : Και που μας ξέρεις εσύ ;
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Γ΄: Μη στενοχωριέστε κορίτσια, όλους σας ξέρουμε. ΟΛΟΥΣ. Έναν προς έναν. Κι εσάς  και τα φιλαράκια σας κάτω στο Πανεπιστήμιο.
(τα κορίτσια  φεύγουν  θυμωμένα – ο ασφαλίτης γελάει)
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Α : Θα τα πούμε κορίτσια ……και μάλιστα πολύ σύντομα.
…..(έρχονται οι καφέδες)
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ Β : Άνοιξε το ραδιόφωνο ν΄ακολυσουμε τον αρχηγό 





(οι ασφαλίτες φεύγουν ο καφετζής σκουπίζει μόνος του)

ΚΑΦΕΝΕΙΟ 4
 
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Α κερατάδες, που θα πάει αυτή η κατάσταση.
(μπαίνουν οι θαμώνες λαχανιασμένοι)
ΘΑΜΩΝΑΣ Στ  : Άνοιξε το ραδιόφωνο, γρήγορα…Κάτι γίνεται στο Πολυτεχνείο…άνοιξε - άνοιξε
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Ωραία δουλειά βρήκαμε. Άνοιξε τη τηλεόραση ο ένας, άνοιξε το ράδιο ο άλλος…
ΘΑΜΩΝΑΣ Ζ : Στους 1050 χιλιόκυκλους πήγαινε…

(ανοίγουν το ραδιόφωνο και μαζεύονται όλοι τριγύρω, ακούγεται ΗΧΗΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)

(μπαίνει η Ειρήνη και η Ελευθερία  με άλλους φοιτητές – φωνάζουν):
ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – (3)
ΕΙΡΗΝΗ : Αδερφούλη μου τέλειωσαν τα ψέματα θα τους ρίξουμε τους τύραννους.
Ελευθερία Όλοι οι φοιτητές συγκεντρώνονται στο Πολυτεχνείο, είμαστε χιλιάδες – γειά σου φεύγω πάω και γω
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Στάθείτε.  που πατε, Ειρήνη, Ελευθερία, γυρίστε  πίσω Δεν το πιστεύω…Τώρα…
ΘΑΜΩΝΑΣ Η : Να πάμε και μεις τι περιμένουμε ;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Που να πάμε ρε βλάκα, δεν άκουσες ; Φοιτητές είναι. Φοιτητές είμαστε εμείς έ ; Δεν είμαστε ! Άρα ….
ΘΑΜΩΝΑΣ Θ : Ντροπή ρε Βασίλη, Ντροπή …..
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Ντροπή ξεντροπή εγώ δε πάω
(όλοι μαζί διαμαρτύρονται)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Σσσςςςς….Να ακούσουμε… (ακούνε το ραδιόφωνο)
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Πάμε Βασίλη, κλείσε το μαγαζί και πάμε….
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Πάμε, πάμε ! Πάμε κι ότι είναι να γίνει ας γίνει !
(σηκώνει ένα αδιάφορο θαμώνα με το ζόρι) Σήκω κύριος κλείσαμε, κλείσαμε…ε κλείσαμε σου λέω.
ΟΛΟΙ : ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΔΡΩΜΕΝΟ : ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση,
επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει : μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου.
Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.

(Μπαίνουν οι διαδηλωτές από την πίσω πλευρά της αίθουσας. Διασχίζουν την αίθουσα κι ανεβαίνουν στη σκηνή με πορεία με πανό και συνθήματα : ψωμί παιδεία ελευθερία – κάτω η χούντα – έξω οι Αμερικάνοι)  (ταυτόχρονα με την είσοδο των διαδηλωτών συνεχίζεται η απαγγελία)
 
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο,
με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι που τους έλεγαν αλήτες.
 
(Πυροβολισμοί από το ηχητικό ντοκουμέντο – κίνηση – φως)

Τέτοιας λογής αποκοτιές ωστόσο μαθαίνοντας οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν.
Και τρεις φορές το είναι τους αναμετρώντας, λάβανε την απόφαση
να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει :
μια πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Και χτυπούσανε όπου να ‘ ναι σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, κι άλλους εμάζωξαν…

(Πυροβολισμοί ηχητικό ντοκουμέντο – κίνηση – φως, οι διαδηλωτές πέφτουν γονατιστοί με πλάτη στο κοινό)

(ένας – ένας σηκώνονται και απαγγέλλουν)

Διαδηλωτής Α΄Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή. Σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια
……..σφίγγει τα δόντια……..κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Διαδηλωτής Β Οι άλλοι μας άφησαν από καιρό κάτω απ’ τις πέτρες,
Με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη πόρτα.

Διαδηλωτής Γ  Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους με τα σχολικά μας βιβλία.
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας φυλάγοντας τον ήλιο.
Οι φοιτήτριες χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι, μας χαρακτήρισαν συνομώτες.

Διαδηλωτής Δ  Στο Μεγάλο Σχολειό μας ξάφνιασε η νύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, νερό, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
  Να ! Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.

Διαδηλωτής Ε  Μας κυνηγούσαν στα σκοτεινά πάρκα και σε παρόδους,
γιατί - λέει – θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.

 Διαδηλωτής ΣΤ Είμαι ο Διομήδης – ο έφηβος των Αθηνών
που έβαψα με της καρδιάς μου το αίμα
την τρανή κραυγή της λευτεριάς

Διαδηλωτής Ζ Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
- δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να ‘χω εγώ πουλιά – φτερά στα χέρια μου,

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξη του παίζει και δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του το αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…

 Διαδηλωτής ΣΤ (Διομήδης) 
 Θα 'ρθει καιρός που θ' αλλάξουν τα πράγματα,
να το θυμάσαι ,Μαρία.....
θυμάσαι ,Μαρία ,στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα, μην κλαις ,εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα 'ρθει καιρός που οι άνθρωποι, σκέψου,  , θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση, μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα, είναι δύσκολοι καιροί και θα' ρθουνε κι άλλοι δύσκολοι καιροί, πολύ δύσκολοι καιροί
Δεν ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά,
 τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω..
κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή...παρ' όλα αυτά, Μαρία

Προσκλητήριο νεκρών με συνοδεία μουσικής υπόκρουσης 


16 Νοεμβρίου 1973…
1. Σπυρίδων Κοντομάρης (ετών 57, 20.30)
2. Διομίδης Κομνηνός (ετών 17, 21.30)

3. Σωκράτης Μιχαήλ (ετών 57, μεταξύ 22.30 & 23.00)

4. Βασίλειος Φάμελλος (ετών 26, 23.30)

5. Torill Engeland Magrette (ετών 22, 23.30)

6. Γεώργιος Σαμούρης (ετών 22, 24.00)

7. Δημήτριος Κυριακόπουλος (βραδυνή ώρα – κατέληξε 19/11/73)

8. Σπύρος Μαρίνος (Γεωργαράς) (ετών 35, βραδυνή ώρα)

17 Νοεμβρίου 1973…
9. Νικόλαος Μαρκούλης (ετών 24 , πρωινή ώρα, κατέληξε 19/11/73)
10. Αικατερίνη Αργυροπούλου (ετών 76, 10.00, κατέληξε Μάϊο ’74)

11. Στυλιανός Καραγεωργής (ετών 19, 10.15)

12. Μάρκος Καραμανής (ετών 23, 10.30)

13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης (ετών 16, 10.30-11.00)

14. Δημήτριος Παπαϊωάννου (ετών 60, 11.30)

15. Γεώργιος Γερτζίδης (ετών 48, 11.30)

16. Βασιλική Μπεκιάρη (ετών 17, 12.00)

17. Δημήτρης Θεοδωράς (ετών 5 1/2, 13.00)

18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας (ετών 43, 13.00)

18 Νοεμβρίου 1973…
19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου (ετών 59, 10.00)
20. Ανδρέας Κούμπος (ετών 63, 11.00, κατέληξε στις 30/1/1974)

21. Μιχαήλ Μυρογιάννης (ετών 20, 12.00)

22. Κυριάκος Παντελεάκης (ετών 43, 12.00-12.30)

23. Ευστάθιος Κολινιάτης (κατέληξε στις 21/11/73)



( «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» του Χατζιδάκι) σε κάθε όνομα σηκώνεται κι ένα παιδί υψώνοντας τη γροθιά με ένα κόκκινο γαρύφαλλο και την πλάτη στο κοινό

Αφηγητής
Από κείνη τη βραδιά πέρασαν 39 χρόνια. Εκεί που βρισκόταν το καφενεδάκι της οδού Πατησίων άνοιξε  μια καφετέρια, που  γέμιζε φοιτητές και περαστικούς που έπιναν  βιαστικά τον καφέ τους.
Το Μάη έκλεισε κι αυτή, όπως εκατοντάδες άλλα μαγαζιά… Στη γειτονιά εκείνη τίποτα δεν είναι όπως παλιά και κάτι παραμένει σαν και τότε .. Το ίδιο και στο κόσμο μας. Τα παιδιά που κλείστηκαν εκείνη τη νύχτα στο Πολυτεχνείο μεγάλωσαν .  Άλλα από αυτά συνέχισαν να παλεύουν  να δώσουν ζωή στα όνειρά τους, άλλα, τα λιγότερα,  εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους στον αγώνα…








Σήμερα, είναι σχεδόν 60 χρονών. Οι περισσότεροι βαδίζουν και ζουν δίπλα μας, ανώνυμοι και σεμνοί, αποφεύγουν να μιλήσουν πολύ για κείνες τις μέρες, αρνούνται να εξαργυρώσουν τον αγώνα της νιότης τους. Όμως οι φωτιές που άναψαν εκείνες τις νύχτες στην Αθήνα, φλόγισαν τις ψυχές μας, ……. 



Απόσπασμα από το τραγούδι Ήταν νέοι Στίχοι του Μανώλη Αναγνωστάκη Μουσική μίκη Θεοδωράκη 

Σε   ανηφορικούς δρόμους  βαδίζουμε  και σήμερα. Πάλι θα χρειαστεί κάποια νέα και μεγαλύτερα παιδιά να αγωνιστούμε για  μια καλύτερη ζωή, για ψωμί – παιδεία –ελευθερία – δικαιοσύνη και ειρήνη.

Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς ας ενώσουμε τα βήματα μας, ας ενώσουμε τις αγωνίες και τις ελπίδες μας κι ας αγωνιστούμε να ξαναπάρουμε πίσω τη ζωή μας,  τις ελπίδες μας, το μέλλον  μας….

όλα τα παιδιά μαζί στη σκηνή τραγουδούν
ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ ΛΟΓΙΑ






                  Oι στίχοι των τραγουδιών

Είμαστε 2 είμαστε 3 είμαστε 1013
 Είμαστε δυο, είμαστε δυο,
η ώρα σήμανε οχτώ
κλείσε το φως, χτυπά φρουρός,
το βράδυ θά ‘ρθουνε ξανά
έμπα μπροστά, έμπα μπροστά
και οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή και ακολουθεί
το ίδιο τροπάρι το γνωστό
Βαράνε δυο, βαράνε τρεις,
βαράνε χίλιοι δεκατρείς
Πονάς εσύ, πονάω εγώ,
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θά ‘ρθει καιρός να μας το πει

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό με την βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό με την βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί

Ο εκδικητής ο λυτρωτής
είμαστε δυο, είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς

Αρνιέμαι

Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
οι άλλοι να βαστάνε τα σχοινιά
αρνιέμαι να με κάνουν ότι θένε
αρνιέμαι να πνιγώ στη καταχνιά

Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι εγώ
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό

Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να' χω σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό

Καφενείον η Ελλάς        

Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" ο σαλτιπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
χωρίς σκοινιά, περάστε κόσμε.

Ασώματος η κεφαλή περάστε κόσμε
τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια δυο δραχμές
ποιος θα τη δει; Περάστε κόσμε.

Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" οι θεατρίνοι
μ' ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
και τρεις δραχμές, περάστε κόσμε.

Ο Μέρμηγκας

Ένας μέρμηγκας κουφός με πήρε απ το χέρι
Είμαι λέει ο πιο σοφός σ΄ ολόκληρο τ' ασκέρι

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ' ενθουσιασμό
εν-δυο προσκυνάμε,
εν-δυο πολεμάμε,
εν-δυο δεν πεινάμε

Τα βολεύεις μια χαρά σπουδαίο μου μυρμήγκι
όμως πρόσεχε καλά τ' ωραίο σου λαρύγγι

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ' ενθουσιασμό
εν-δυο προσκυνάμε,
εν-δυο πολεμάμε,
εν-δυο μα πεινάμε

Πριν προλάβω να του πω το σύστημα ν' αλλάξει
πλάκωσε όλο το χωριό το μέρμηγκα να χάψει

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ' ενθουσιασμό
εν-δυο προσκυνάμε,
εν-δυο μα πεινάμε,
εν-δυο θα σε φάμε!





Ητανε νέοι
Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φυλάξαν τα τίμια λόγια

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
έναν δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά


Μαλαματένια λόγια

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ' αηδόνια σεχτηκιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά

Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του
Aδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή[Παρασκευή]
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς

1 σχόλιο:

  1. Πολύ καλή δουλειά, σ ευχαριστούμε που συγκέντρωσες όλο αυτό το υλικό και δίνεις τόσο πολλές και καλές ιδέες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή